φυσαλλίς

φυσαλλίς
-ίδος, η, ΝΜΑ
βλ. φυσαλλίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυσαλλίς — bladder fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσαλλίδα — φυσαλλίς bladder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσαλλίδας — φυσαλλίς bladder fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσαλλίδες — φυσαλλίς bladder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσαλλίδων — φυσαλλίς bladder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσαλία — η, Ν ζωολ. γένος επιπελαγικών ογκωδών σιφωνοφόρων τών τροπικών και τών θερμών εύκρατων θαλασσών τα οποία μοιάζουν με τις μέδουσες, αντιπροσωπευτικό τής υπόταξης φυσοφορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. physalia (< φυσαλλίς < φῦσα)] …   Dictionary of Greek

  • φυσαλλίδα — η / φυσαλλίς, ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”